- ναυκράτης
- και αφκράτης, ο (ΑΜ ναυκράτης, Α και ως επίθ. ναυκρατής, -ές)αυτός που κυριαρχεί στη θάλασσα, ο θαλασσοκράτοραςνεοελλ.-μσν.περκόμορφο ψάρι τής οικογένειας carangidae σε σχήμα ατράκτου, για το οποίο υπάρχουν διάφοροι θρύλοι, όπως ότι κολλούσε στα πλευρά τού πλοίου και εμπόδιζε την κίνηση ή ότι εκτελεί χρέη οδηγού τού καρχαρία, επειδή, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, ακολουθεί τους καρχαρίες και τα πλοία για να τρέφεται από παράσιτα ή υπολείμματα τροφών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς + -κρατης (< κρατῶ), πρβλ. θαλασσο-κράτης].
Dictionary of Greek. 2013.